- κισσοφορος
- κισσοφόροςκισσο-φόροςатт. κιττοφόρος 21) поросший плющом
(νάπη Eur.)
2) увитый плющом(Βάκχος Pind.; перен. διθύραμβος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(νάπη Eur.)
(Βάκχος Pind.; перен. διθύραμβος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κισσοφόρος — κισσοφόρος, αττ. τ. κιττοφόρος, ον (Α) 1. (κυριολ. και μτφ.) στεφανωμένος με κισσό (α. «σὺ κισσοφόρε Βάκχειε δέσποτα», Αριστοφ. β. «κισσοφόροι διθύραμβοι», Σιμων.) 2. αυτός στον οποίο φύονται άφθονοι κισσοί («κισσοφόρα νάπη», Ευρ.) 3. το αρσ. ως… … Dictionary of Greek
κισσοφόρος — ivy wreathed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισσοφόρον — κισσοφόρος ivy wreathed masc/fem acc sg κισσοφόρος ivy wreathed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισσοφόρα — κισσοφόρος ivy wreathed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισσοφόρε — κισσοφόρος ivy wreathed masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισσοφόροι — κισσοφόρος ivy wreathed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισσοφόροις — κισσοφόρος ivy wreathed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισσοφόροισι — κισσοφόρος ivy wreathed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισσοφόροισιν — κισσοφόρος ivy wreathed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισσοφόρων — κισσοφόρος ivy wreathed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισσοφόρῳ — κισσοφόρος ivy wreathed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)