κισσοφορος

κισσοφορος
    κισσοφόρος
    κισσο-φόρος
    атт. κιττοφόρος 2
    1) поросший плющом
    

(νάπη Eur.)

    2) увитый плющом
    

(Βάκχος Pind.; перен. διθύραμβος Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κισσοφορος" в других словарях:

  • κισσοφόρος — κισσοφόρος, αττ. τ. κιττοφόρος, ον (Α) 1. (κυριολ. και μτφ.) στεφανωμένος με κισσό (α. «σὺ κισσοφόρε Βάκχειε δέσποτα», Αριστοφ. β. «κισσοφόροι διθύραμβοι», Σιμων.) 2. αυτός στον οποίο φύονται άφθονοι κισσοί («κισσοφόρα νάπη», Ευρ.) 3. το αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • κισσοφόρος — ivy wreathed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσοφόρον — κισσοφόρος ivy wreathed masc/fem acc sg κισσοφόρος ivy wreathed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσοφόρα — κισσοφόρος ivy wreathed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσοφόρε — κισσοφόρος ivy wreathed masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσοφόροι — κισσοφόρος ivy wreathed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσοφόροις — κισσοφόρος ivy wreathed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσοφόροισι — κισσοφόρος ivy wreathed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσοφόροισιν — κισσοφόρος ivy wreathed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσοφόρων — κισσοφόρος ivy wreathed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσοφόρῳ — κισσοφόρος ivy wreathed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»